- στρατοπέδευσις
- στρατοπέδευσιςencampingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρατοπεδεύσει — στρατοπέδευσις encamping fem nom/voc/acc dual (attic epic) στρατοπεδεύσεϊ , στρατοπέδευσις encamping fem dat sg (epic) στρατοπέδευσις encamping fem dat sg (attic ionic) στρατοπεδεύω encamp aor subj act 3rd sg (epic) στρατοπεδεύω encamp fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύσεις — στρατοπέδευσις encamping fem nom/voc pl (attic epic) στρατοπέδευσις encamping fem nom/acc pl (attic) στρατοπεδεύω encamp aor subj act 2nd sg (epic) στρατοπεδεύω encamp fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύσεσιν — στρατοπέδευσις encamping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπέδευσιν — στρατοπέδευσις encamping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπέδευση — η / στρατοπέδευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στρατοπεδεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατοπεδεύω, η εγκατάσταση στρατεύματος σε ειδικό κατάλυμα αρχ. ο τόπος όπου έχει στρατοπεδεύσει ένα στράτευμα, στρατόπεδο … Dictionary of Greek
στρατοπεδεύσεων — στρατοπεδεύσεω̆ν , στρατοπέδευσις encamping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύσεως — στρατοπεδεύσεω̆ς , στρατοπέδευσις encamping fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)